αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek
ακύβευτος — η, ο (Α ἀκύβευτος, ον) [κυβεύω] αυτός που δεν διακινδυνεύει κάτι, συνετός, φρόνιμος αρχ. αυτός που δεν κυβεύτηκε, που δεν παίχθηκε στους κύβους, στα ζάρια … Dictionary of Greek
μπουρλοτιέρης — ο 1. αυτός που διευθύνει μπουρλότο, ο πυρπολητής 2. (κατ επέκτ.) εμπρηστής 3. μτφ. άνθρωπος ριψοκίνδυνος, που διακινδυνεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουρλότο + κατάλ. ιέρης < ιταλ. κατάλ. iere (πρβλ. κανον ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
αεριτζής — ο πληθ. ήδες, αυτός που ανακατεύεται σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις (κυρίως στο χρηματιστήριο) χωρίς να διακινδυνεύει δικά του χρήματα: Αργά κατάλαβε πως είχε μπλέξει με αεριτζήδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακινδυνεύω — διακινδύνεψα, διακινδυνευμένος 1. αμτβ., ριψοκινδυνεύω. 2. μτβ., εκθέτω σε πιθανό κίνδυνο: Στη δουλειά του δε διακινδυνεύει τη φήμη του με κανένα λάθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)